Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Οπορτουνισμός ή Ελιγμός

Οι παραπάνω έννοιες πολύ εύκολα μπορούν να γίνουν αιτία διαμάχης.
Το ΚΚΕ σαν φυσικός ηγέτης της εργατικής τάξης ,προσπαθεί κάποιες φορές
και με κόστος να επιβεβαιώσει την θέση του αυτή.Παίρνω αφορμή από την απεργία που κήρυξε για την Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου.
Στην φάση αυτή κανείς δεν θα τολμούσε να κατηγορήσει το ΚΚΕ για οπορτουνισμό
αν δεν έκανε απεργία ,λόγω συγκυριών.Ο ελιγμός είναι μέρος της τακτικής και έτσι πρέπει να το δει κανείς.Ένας ελιγμός σήμερα, δεν σε απομακρύνει από τον στρατηγικό σου στόχο.Αν θέλει να ξυπνήσει συνειδήσεις ας βρει άλλες μεθόδους.
Τα μηνύματα που θα στείλει η περιορισμένη αυτή απεργία θα βρουν κλειστά αυτιά.
Ο λαός αυτές τις μέρες είναι σε μια περίεργη στάση αναμονής.Δεν θέλει να ακούσει τίποτα ,εκτός από τα <κακά μαντάτα> του πρωθυπουργού.
Βέβαια κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει το ΚΚΕ για δονκιχωτισμό ούτε καιπως πάει ξυπόλυτο στ’αγκάθια.Δεν πρέπει όμως να σπαταλήσει δυνάμεις που σίγουρα θα τις χρειαστεί αργότερα.Ο πόλεμος που κήρυξε δεν πρέπει να είναι προβλέψιμος γι’αυτόκαι δεν ανησυχούν οι αστοί.Είναι δύσκολο σήμερα,να κάνεις αγώνα για την καθημερινότητα και ταυτόχρονα να προσβλέπεις σε μακρινό στόχο

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΑΡΧΟΝΤΗ

Αγαπητέ Γιάννη:
Το γράμμα αυτό έπρεπε να έχει άλλους αποδέκτες και όχι εσένα
τα παιδιά και τα εγγόνια μου, ας πούμε. Όμως, ο Ατζακας με την
γλυκιά του πέννα στη ρεαλιστική του ιστορία, στα "διπλωμένα φτερά" και στο "θολό βυθό", με επηρέασε τόσο, που χωρίς να το
θέλω έκανα ένα κουβάρι το περιεχόμενο αυτού του γράμματος.
Δεν έχω τις γνώσεις,για να κρίνω λογοτεχνικά,ιδεολογικά ,
κοινωνικά και πολιτικά αυτά τα βιβλία. Μπορώ όμως να πω δύο
λόγια,αφού πρώτα τον ευχαριστήσω.
Ο Ατζακάς,μένει μακριά από τα μεγάλα γεγονότα της εποχής,
αλλά παραμένει στο πνεύμα και στις συνέπειες του εμφυλίου.
Η απλότητα και ο χαμηλός τόνος του σε κερδίζει αμέσως.
Δεν μεγαλοποιεί και δεν υποβαθμίζει την καθημερινότητα του
μικρού Αρχοντή. Αφηγείται με το συναίσθημα του μικρού και με
την πένα του μεγάλου.
Ο Γιάννης Ατζακάς πολύ εύκολα μ’έστειλε πολλά χρόνια πίσω.
Παράλληλα με τον Αρχοντή ,ζούσα κι’εγώ την δική μου
ταλαιπωρία ,για να μην πω οδύσσεια.
Κάποιες λέξεις, μέσα από τα βιβλία, λειτούργησαν σαν αγκίστρι
που ανασύρει από το "θολό βυθό" του μυαλού μου, μνήμες
σαν κομμάτια, ανεξάρτητα μεταξύ τους, από ένα ναυάγιο που
έμεινε θαμμένο εξήντα και πλέον χρόνια. Αυτές οι μνήμες δεν
θέλω να ξαναπέσουν στη λησμονιά. Θα προσπαθήσω, όσο πιο
συνοπτικά μπορώ, να καταγράψω κάποια γεγονότα που έμειναν
βαθιά χαραγμένα στο μυαλό μου.
Αυτό το κομμάτι της ιστορίας, δε θέλω να περάσει έτσι,
ούτε και στρεβλωμένο. Θέλω οι δικοί μου να μάθουν από πρώτο
χέρι,πως αυτά που βλέπουν και ακούν στον τύπο ανά τον κόσμο,
δεν είναι μακρυά. Δεν σπέρνω ηττοπάθεια και φόβο. Θέλω να
ζουν προσγειωμένα, γιατί αυτό που φαίνετε υποφερτό σήμερα, μπορεί αύριο να ανατραπεί δυσάρεστα.
Και τώρα παίρνω το θάρρος να αντιπαραθέσω κάποια πράγματα
της παράλληλης παιδικής μας ζωής, του Αρχοντή και της δικής μου,χωρίς να μειώσω ή να αυξήσω την σημασία τους.
Αγαπητέ Γιάννη, επίτρεψέ με να κάνω ένα μικρό παραλληλισμό
Ήμουν κι’εγώ ανταρτόπληκτος όπως κ’εσύ.
Αντικομουνιστικό κήρυγμα είχα κ’εγώ.
Σε μένα όμως δεν περίσσευε φαγητό,για να μου πουν μην
το δώσεις στα σκυλιά,όπως έλεγαν σε σένα.
Κανένας δεν μ’έκανε παρατήρηση για άβαφα παπούτσια, γιατί
δεν είχα.
Ένα παντελόνι χειμώνα- καλοκαίρι δεν σήκωνε σιδέρωμα όπως
το δικό σου.
Την έκφραση ευτυχισμένα παιδικά χρόνια δεν μπορώ να
την χρησιμοποιήσω. μου είναι άγνωστη.
Εσένα σε παρέδωσε στα χέρια της Φρειδερίκης,της τότε βασίλισσας, ουσιαστικά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης,που ονομάζονταν "παιδοπολη", η κ.Βενετιά, η γιαγιά σου.
Εμάς,μας ξεσπίτωσαν κάποιοι,ξένοι και ντόπιοι,χωρίς τη θέλησή
μας.
Όσο κι΄αν λαχταρούσες να γυρίσεις πίσω στο χωριό, γιατί η
παιδόπολη δεν είναι, ότι καλύτερο για ένα παιδί, φαντάζομαι
πως κάπου στο βάθος του μυαλού σου υπήρχε η σκέψη πως η
κ.Βενετιά έπραξε το σωστό.
Η στοργή της Μάνας,το χάδι της γιαγιάς και ο καλός λόγος
του πατέρα σου έλειψαν. Αντί αυτών είχες το ψυχρό βλέμμα
της προϊσταμένης και την τιμωρία του διευθυντή-στρατοπεδάρχη.
Αυτά τα ανεκτίμητα αγαθά,όπως αγάπη,στοργή,χάδι καλό λόγο
δεν τα είχα κ’εγώ όπως θα νόμιζε κανείς. Με τόσα βάσανα,
αγωνία,φόβο και κούραση από το σκληρό μεροκάματο δεν
βρίσκονταν χρόνος και διάθεση για αγάπες και τρυφερότητα.
Και όταν τα πράγματα γίνονταν πιο χαλαρά,εγώ αντιδρούσα
σαν αγρίμι, στο άγγιγμα κάποιου χάδι ή κολακίας. Σαν να ήθελα να τους πω μη νοιάζεστε για μένα, κοιτάξτε άλλες προτεραιότητες
Έτσι κι’αλλιώς δεν μ’αρέσουν αυτά. Βέβαια κάτι έμεινε από τότε
μέσα μου.
Αγαπώ τα παιδιά, μ’αρέσει να παίζω μαζί τους, τα αντιμετωπίζω
σαν ίσος προς ίσον, μέσα σε λογικά πλαίσια, χωρίς αγκαλιές
χάδια και φιλιά. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό – κακό ή αδιάφορο.

Και τώρα θα τολμήσω να εξιστορήσω, μέσα σε λίγες σελίδες,
μερικά πράγματα που βίωσα, τρία και πλέον χρόνια, σαν παιδί.
Ήταν Πρωτομαγιά του 1947, όταν δόθηκε η ρητή διαταγή
για άμεση εκκένωση του χωριού. Μετά από πορεία δύο ωρών,
φορτωμένοι τα λίγα, αλλά απαραίτητα πράγματα, ανεβήκαμε
σε φορτηγό τρένο. Η ατμομηχανή ήταν στολισμένη με ένα
στεφάνι από αγριολούλουδα. Ο μηχανοδηγός γιόρταζε την
εξέγερση του Σικάγου ή την Άνοιξη; Εμείς δεν σκοτιστήκαμε να μάθουμε, δεν ξέραμε που πάμε και τι μας περιμένει.
Το τρένο κάποια στιγμή σταματά και η πορεία ξεκινά πάλι.
Ένα στρατοκρατούμενο χωριό του Κιλκίς,το Ηλιόλουστο, είναι
ο προορισμός μας.
Οι κάτοικοι του χωριού μας υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα. Μόνο
αυτό τους περίσσευε, δεν είχαν τίποτε άλλο.
Τα σπίτια τους πολύ μικρά που ούτε κι’αυτοί χωρούσαν καλά-καλά μέσα. Φτωχοί άνθρωποι όπως κι’εμείς. Μιά αποθήκη ζωοτροφών έγινε το καινούργιο μας σπίτι. Την μοιραστήκαμε δύο οικογένειες αναγκαστικά. Οι χωρικοί μας βοήθησαν όσο μπορούσαν κι’εμείς τους το ανταποδίναμε με δουλειές στα χωράφια τους. Μιά ασχολία του καλοκαιριού που την θυμάμαι πολύ καλά,ήταν το μάζεμα των σταχυών από τα θερισμένα σταροχώραφα. Στάχυ-στάχυ και σπυρί-σπυρί σαν τα μυρμήγκια μαζεύαμε την τροφή του αύριο.
Η έγνοια του φαγητού ξαφνικά σταμάτησε να μας απασχολεί,όχι πως λύθηκε,αλλά γιατί έπεσε πολύ πίσω στις προτεραιότητες μας.
Μια μονάδα του τακτικού στρατού, έκανε την εμφάνιση της στο χωριό, για να επιλέξει "ανταρτόπληκτους και αντιφρονούντες" άνδρες, τους οποίους φόρτωσε σε κάρα και τους οδήγησε σε δρόμους που υπήρχε υποψία νάρκης. Το κάρο με το ανθρώπινο φορτίο, αν περνούσε πάνω από την νάρκη θα έσκαγε λόγω του βάρους και ο δρόμος θα καθάριζε .Μέσα στους επιλεγμένους ήταν και ο πατέρας μου.
Επέλεξαν αυτή τη μέθοδο γιατί ήταν πιο φτηνή και πιο ακίνδυνη.
Δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν ναρκαλιευτές. Αυτό συνεχίστηκε μέχρις ότου καθαρίστηκαν όλοι οι δρόμοι της περιοχής. Όλη τη μέρα, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην κατεύθυνση, όπου το πρωί έφυγε το κάρο.
Η αγωνία, ο φόβος και ο πόνος ψυχής δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Αντανακλούσαν και στη δική μου ψυχή, που ήμουν μόλις επτά ετών.
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ζωή παύουν να είναι υπέρτατα αγαθά.
Εδώ θέλω να σταθώ λίγο. Γιατί δεν μας εξόντωσαν, όταν διαπίστωσαν πως είμαστε άχρηστοι ή επικίνδυνοι; Φοβήθηκαν τη διεθνή κατακραυγή ή σκέφτηκαν πως είμαστε απαραίτητοι για τον καθαρισμό των δρόμων από τις νάρκες; Αν ισχύει το δεύτερο τότε το κέρδος τους θα ήταν διπλό. Σε περίπτωση ατυχήματος, η είδηση θα έλεγε πως κάποιοι αγρότες έπεσαν πάνω σε νάρκες των κομμουνιστών και σκοτώθηκαν. Έτσι θα μεγάλωνε το μίσος κατά των ανταρτών, που τόσο συστηματικά καλιεργούσαν. Το εγχείρημα αυτό είχε κι’άλλο στόχο ,την τρομοκρατία των κόσμου.
Η έκθεση αποκεφαλισμένων πτωμάτων σε κοινή θέα ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Αυτόπτης μάρτυρας έγινα κι’εγω την ημέρα κάποιας λαϊκής στο χωριό Χέρσο.Ήταν φίλος της οικογένειας και η εικόνα έμεινε ακόμα ζωντανή.
Αλλά μη νομίζετε πως κι’εμείς δίναμε μεγάλη σημασία στη ζωή μας. Η αξιοπρέπειά μας ήταν πάνω απ’όλα. Ένα περιστατικό που θα αφηγηθώ το εξηγεί. Ο πατέρας μου σαν χρήσιμος πολίτης πλέον, αφού ανέβαινε στο κάρο, για να καθαρίσει τον δρόμο από τις νάρκες, ζήτησε να πάρει κι’αυτός τα λιγοστά τρόφιμα που έδινε η ΟΥΝΡΑ. Δεν δικαιούσαι ήταν η απάντηση, γιατί έχεις αντάρτη στην οικογένεια,αν τον αποκηρύξεις τότε κάτι μπορεί να γίνει. Φυσικά δεν συνεμορφώθημεν προς τας υποδείξεις όπως λέει και το άσμα. Δεν ξέρω αν αυτή η διάκριση ήταν απόφαση των ξένων ή των δικών μας. Δεν έχει όμως και μεγάλη σημασία, ντόπιοι και ξένοι όλοι τους ξένοι ήταν απέναντι μας.
Η ανισότητα έπαιρνε όλο και πιο μεγάλες διαστάσεις σε τέτοιο βαθμό που κι’εγώ ακόμα να την νοιώθω.
Μετά από προσπάθειες πολλών μηνών κατάφερε ο πατέρας μου να βγάλει άδεια για να μετακομίσουμε στη Θεσσαλονίκη.
Επιτέλους το μαρτύριο του κάρου τελείωσε. Ήρθε η ώρα να πάμε στην μεγάλη πόλη. Η αγωνία μου ήταν διαφορετική. Δεν ήξερα τι ήταν όλα αυτά που άκουγα, για μέγαρα, μεγάλους δρόμους, πολλά και μεγάλα μαγαζιά, θάλασσα και ηλεκτρικό φως.
Ένα βράδυ λοιπόν του 1948 κατεβαίνοντας από το τρένο αντίκρισα για πρώτη φορά τους φωτισμένους δρόμους και τα μεγάλα σπίτια,που τα έλεγαν μέγαρα. Και το πιο μεγάλο ήταν το καπνομάγαζο που στεγαστήκαμε. Έτσι μου φάνηκε. Είχε τέσσερες ορόφους και αρκετό μήκος και πλάτος. Το διαμέρισμά μας, ένας χώρος τρία μέτρα επί τέσερα, χωρισμένο από τα γειτονικά διαμερίσματα,με σεντόνια και κουρελούδες.
Τρεις βρύσες και τρία αποχωρητήρια εξυπηρετούσαν τριάντα και πλέον οικογένειες ανά όροφο. Ένα καμινέτο πετρελαίου ήταν για μαγείρεμα και για θέρμανση.
Βοήθεια δεν υπήρχε από πουθενά. Στοιβαγμένοι σ’αυτή την αποθήκη και ξεχασμένοι απ’όλους. Μόνο κάποιοι μυστήριοι με πολιτικά έκαναν την εμφάνιση τους, που σκόπιμα άφηναν να φανεί λίγο το πιστόλι τους. Αυτοί οι άνθρωποι μόνο βοήθεια δεν μας πρόσφεραν.
Ο θεός, ήταν κι’αυτός απών. Σ’αυτόν δεν καταλογίζω καμιά ευθύνη,γιατί τόπε ξεκάθαρα στον Αδάμ και την Εύα: "Επειδή μου κάνετε τον έξυπνο, πως τα ξέρετε όλα, να φύγετε από τον παράδεισο και να τα βγάλετε πέρα μόνοι σας". Η εκκλησία όμως που λέει πως βοηθά τους φτωχούς, όχι μόνο ήταν απούσα, αλλα μας έδιωχνε και από το Ναό της. Η εκλησία του Αγίου Μηνά στην προκειμένη περίπτωση.
Η Παναγία όμως, δεν έχω παράπονο, έκανε την εμφάνιση της συχνά-πυκνά στα τζάμια των εκκλησιών, χωρίς και πάλι να έχουμε καμιά ωφέλεια από το φαινόμενο.
Έτσι μικροί- μεγάλοι έπρεπε να τρέξουν για το μεροκάματο:από θελήματα και οικιακές υπηρεσίες μέχρι λουστράρισμα παπουτσιών και λαχεία.Η πορνεία και η κλεψιά δεν ευδοκίμησαν.
Το βάπτισμα του μικροπωλητή το πήρα μόλις οκτώ ετών.Με ένα κασελάκι και λίγα σπιρτα μέσα,στήθηκα έξω από τηναγορά "καπάνι". Για καλή ή κακή μου τύχη η πρώτη μου πελάτισσα αγόρασε μια ολόκληρη κούτα με σπίρτα. Η χαρά μου δεν κράτησε πολύ,γιατί κάποιος ανταγωνιστής μου, είδε την συναλλαγή και αμέσως μ’έδιωξε από το πόστο μου. Λυπημένος και παραπονεμένος πήρα το εμπόρευμά μου και έφυγα για το σπίτι. Δεν πειραματίστηκα ξανά με το εμπόριο.
Θυμάμαι πως μέσα στην καπναποθήκη που ζούσαμε γίνονταν συχνά χοροί, και που τις πιο πολλές φορές δεν συνοδεύονταν από κάποιο γεγονός. Δεν μπορώ να φανταστώ πως περνούσαν τον υπόλοιπο ελεύθερο χρόνο τους .
Αργότερα που μεγάλωσα και ήθελα να μάθω πράγματα για τη ζωή μέσα στο κατάλυμα αυτό, απεφευγαν με χίλιους τρόπους οι μεγάλοι να ανοίξουν κουβέντα. Ίσως να μην ήθελαν να μου μαυρίσουν την ψυχή περισσότερο.
Στην οδό Ικτίνου ένα δημοτικό σχολείο δέχτηκε να μου μάθει γράμματα, μαζί με τα πλουσιόπαιδα της περιοχής.
Την πρώτη μέρα μετά τον Αγιασμό, το κήρυγμα μεταξύ των άλλων έλεγε :"Εσείς οι ανταρτόπληκτοι,πάλι άκουσα αυτή τη λέξη, που είστε μικροί, δεν φταίτε σε τίποτα, μπορείτε να απαρνηθείτε τον αντάρτη σας και να έρθετε κοντά στην εκκλησία και τον Χριστό. Έτσι θα γίνετε, χρήσιμοι πολίτες στην κοινωνία".
Αυτή ήταν και η προσφιλής έκφραση της εποχής. Ο πατέρας μου δεν είχε τις προϋποθέσεις, να γίνει χρήσιμος πολίτης. Ο καθαρισμός των δρόμων από τις νάρκες, χωρίς εργαλεία,παρά μόνο με το σωματικό του βάρος, δεν ήταν αρκετό,για να χριστή "χρήσιμος πολίτης".
Έξη μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου,μας φόρτωσαν σε φορτηγά με τα υπάρχοντα μας,δηλαδή ένα μπαούλο και δύο μπόγους με στρώματα και μας άφησαν στην Αγ.Παρασκευή σε κατεστραμμένα σπίτια .
Μεγάλο θηρίο ο άνθρωπος, πάλι επιβιώσαμε χωρίς τίποτα.
Στα επόμενα χρόνια η ανέχεια και η τρομοκρατία ήταν μόνιμοι συνοδοί του βίου μας.
Κλείνοντας πρέπει να ομολογήσω, πως δυσκολεύτηκα πολύ να χωρέσω τρία χρόνια ζωής μέσα σε λίγες σελίδες χαρτί.
Εύχομαι και ελπίζω, να βρεθεί κάποιος Ατζακάς, με τον τρόπο που αυτός ξέρει να κάνει πολύ καλά, να βγάλει στο φως, την πείνα, τον φόβο, την αγωνία, την τρομοκρατία, την ταπείνωση, αλλά και την αξιοπρέπεια και την περηφάνια εκατοντάδων χιλιάδων ξεριζομένων ανθρώπων, που έζησαν στην βαθιά σκιά του εμφυλίου πολέμου. Ίσως έτσι να απαντηθεί και το ερώτημα που με βασανίζει, πολλά χρόνια, πως η δυστυχία, η τρομοκρατία η πείνα, η εξαθλίωση, αλλά και η περηφάνια αυτών των ανθρώπων, δεν έγιναν οργή και η οργή χείμαρος!

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ!
Ορθογραφικά, Συντακτικά, Φραστικά, και λοιπά λάθη εμπίπτουν στην ρήση
<ποιητική αδεία >. ΕΤΣΙ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕΙ!
ΑΥΤΟΣ Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ είναι ο δεύτερος για πολλούς και τέταρτος για τους γονείς μου
ΑΔΕΙΑΣΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, για να μην παρέχει τροφή και εφόδια στους αντάρτες
ΤΑ ΚΑΡΑΒΑΝΙΑ ΤΩΝ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΩΝ της Σερβίας ωχριούν μπροστά στο δικό μας.
ΟΥΝΡΑ=ΟργανισμόςΔιοίκησης Βοήθειας και Αποκαταστάσεως Εθνών