ΑΤΖΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ |
Δε συνηθίζω να δημοσιοποιώ τις απόψεις μου για τα βιβλία που διαβάζω.
Για τον ΑΤΖΑΚΑ θα κάνω μια εξαίρεση: Αξίζει!
ΦΩ Σ ΤΗΣ ΦΟΝΙΑΣ
O Aτζακάς κλείνει την τριλογία
του με το «Φως της Φονιάς». O φευγάτος τίτλος του σε ξαφνιάζει λίγο, όμως σύντομα αναγνωρίζεις
το ιδιαίτερο συγγραφικό του ύφος. Με τη φαρέτρα του γεμάτη με τοπωνύμια, διονυσιακές
εκφράσεις και ορολογίες: όπως το ναυτικό
«αρόδο», το αγροτικό «μαξούλι», και το «κοινωνικό προτσές» της κοινωνιολογίας, ξεναγεί
τον ξενομερίτη αναγνώστη στις αυλές, τα σοκάκια και τους δρόμους του Θεολόγου
της Θάσου του 1957.
Καταγράφει,
πολύ παραστατικά και ζωντανά τη ζωή και τη δραστηριότητα των κατοίκων με τέτοιο
τρόπο, που στη λεπτομέρειά του δεν έχει
να ζηλέψει το <πλατύ ποτάμι του Μπεράτη>, ούτε και από το <συναξάρι του Θ. Βαλτινού>, στους ιδιωματισμούς.
Ο
Ατζακάς, άριστος γνώστης της Φύσης και πιστός στη δημοτική και το πολυτονικό
σύστημα, πενήντα χρόνια αργότερα γίνεται ένα με την εποχή του Γιαννούδ’,
συνδέει αλάνθαστα την αγροτική διαδικασία
και τα φυσικά φαινόμενα με το χρόνο. Αντίθετα,
στο χωριό οι εξελίξεις μένουν πίσω σε σχέση με το
χρόνο. Οι αντίρροπες δυνάμεις δεν συγκρούονται, αδρανούν. Οι πονηροί χωριάτες συνυπάρχουν
με τους αγαθούς. Οι γενναιόδωροι με τους άπληστους. Οι φτωχοί με τους
πλούσιους. Το πένθος με τη διασκέδαση. Το μίσος με τη συγχώρεση. Οι δεξιοί με
τους αριστερούς. Η νεολαία με τα γηρατειά. Και κάτω από τη βαριά σκιά του
εμφυλίου πολέμου, οι συνέπειές του παραμένουν ζωντανές, όπως και η θρησκεία. Μόνο ο χρόνος
τρέχει στο χωριό.
Στη
θέση του ξενομερίτη αναγνώστη βάλε τον απολυμένο 16χρονο οικότροφο της
βασιλικής παιδούπολης, και θα έχεις τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Η μεγάλες αγάπες
του Γιάννη για το χωριό και τη μικρή Έλλη
από τη μια και οι οικονομικές δυσχέρειες
από την άλλη, δεν στάθηκαν εμπόδιο στις σπουδές του.
Ο
αναγνώστης δε θα περάσει μόνο καλά με το βιβλίο, αλλά θα διδαχτεί απ’ αυτό.